βομβαρδίζω — βομβαρδίζω, βομβάρδισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βομβαρδίζω — ισα, ίστηκα, βομβαρδισμένος 1. ρίχνω βόμβες και καταστρέφω κάτι: To Λονδίνο βομβαρδίστηκε από γερμανικά αεροπλάνα. 2. μτφ., ενοχλώ κάποιον με απανωτές ερωτήσεις, παρατηρήσεις, κατηγορίες: Με κάλεσε να μου μιλήσει και με βομβάρδισε με κατηγορίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβομβάρδιστος — η, ο [βομβαρδίζω] αυτός που δεν έχει βομβαρδιστεί … Dictionary of Greek
βομβαρδισμός — Η παρατεταμένη συγκέντρωση πυρών πυροβολικού, ξηράς ή ναυτικού και η επαναλαμβανόμενη ρίψη βομβών από αεροπλάνα. Ο όρος β. σήμαινε αρχικά τη δράση του πυροβολικού κατά οχυρωμένων θέσεων, με σκοπό την εξουδετέρωση της άμυνας και την κάμψη του… … Dictionary of Greek
βομβαρδιστής — ο αυτός που κινητοποιεί τον μηχανισμό βομβαρδισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βομβαρδίζω. Η λ. στον πληθ., βομβαρδισταί, οι, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
καταχτυπώ — και κατακτυπώ (AM κατακτυπῶ, έω) χτυπώ δυνατά κάποιον (α. «κατακτυπούν τα σίδερα, τσι σάρκες τως πληγώνου», Ερωτόκρ.) μσν. βομβαρδίζω αρχ. 1. κάνω δυνατό θόρυβο 2. κάνω κάτι να ηχεί δυνατά 3. ξεκουφαίνω … Dictionary of Greek
μπομπαρδίζω — [μπομπάρδα] βομβαρδίζω … Dictionary of Greek
χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» … Dictionary of Greek